Σκέφτομαι πότε θα
έρθει ένας κομήτης να μας σαρώσει όλους, εργαζόμενους, ανέργους, σε κατάθλιψη,
χαρούμενους, να χτυπήσει το σκουπιδαριό αυτής της γαμημένης πόλης, τα ποντίκια
που ψοφάνε στους υπονόμους, τους αστέγους με τα κενά βλέμματα, εμένα και εσένα,
που εθελοτυφλούμε κάτω από τον μικρόκοσμο του παπλώματος.
Να πάψει να
υπάρχει η αναζήτηση για το νόημα, να σταματήσει ο πόθος, αυτό το κάψιμο στους
μυς. Και ας τελειώσουν όλα πια, να γίνουμε πυροτεχνήματα, να χαθούμε. Να έχουμε
για τελευταίες στιγμές ψιθύρους για αγάπη, χέρια να κρατιούνται, χαρτιά να
σκίζονται, σακούλες να στροβιλίζονται στον αέρα. Γέλια μωρών στα αυτιά μας,
γαργαλητά στο λαιμό και έτσι να φύγουμε, απλά, σαν πεταλούδες που σκορπίζουν τα
φτερά τους.
H ύπαρξη,
αυτή η γαμημένη δίψα για περισσότερο, για πιο φανταχτερή καθημερινότητα, πιο
λεπτά σώματα, πιο λαμπερά μάτια, θα σταματήσει απλά, λιτά, σε μια στιγμή. Δε θα
υπάρχει μεγαλείο, ούτε κλάματα για εμάς, ούτε μάρμαρα, ούτε καφέδες της
παρηγοριάς.
Θα εξαφανιστούμε
όπως ακριβώς ήρθαμε στον κόσμο, σε μια στιγμή. Δε θα είναι γύρω μας μαίες και
γιατροί, συγγενείς να γιορτάζουν την έλευση της ελπίδας.
Δεν ξέρω για
σένα, εγώ όμως σκέφτομαι συχνά εκείνη τη στιγμή που θα τελειώσουν όλα.
Δεν φοβάμαι.
Δεν ήθελε να φύγει στο νοσοκομείο υπό τις θλιβερές τυμπανοκρουσίες των λαστιχένιων παπουτσιών των γιατρών. Σαν το παληκάρι που πάει για καμικάζι έβαλε την υπογραφή και ήρθε σπίτι για να κοιτάξουμε για μια τελευταία φορά μαζί τη βροχή από το παράθυρο που φαίνεται ο λόφος.
Τα νοσοκομεία έχουν κίτρινα φώτα. Νομίζω ότι αυτή η απόχρωση έχει φτιαχτεί μόνο για φώτα νοσοκομείου, φάση φτιάξτε την πιο μίζερη και θλιβερή απόχρωση στον κόσμο και κλείστε τη σε μικρά γλομπάκια, χαλασμένες νέον λάμπες που αναβοσβήνουν και γαμημένους παρακμιακούς δήθεν κρυφούς φωτισμούς.
Τα νοσοκομεία είναι θάλαμος αερίων χωρίς τα αέρια.
Με τα στραγγισμένα από χαμόγελα πρόσωπα και τα πνιχτά δάκρυα στους διαδρόμους.
Όλοι αυτοί που φροντίζουν τους δικούς τους, άλλους που θα γίνουν καλά και άλλους που όχι, θα γίνουν πυροτεχνήματα. Μια από αυτές τις μέρες θα ανέβουν στον ουρανό και θα ανάψουν για όλους εμάς εδώ κάτω. Θα ακούγεται κάποιο παλιό και υποβλητικό τζαζ κομμάτι και δεν θα πονάει κανείς πια. Δεν θα υπάρχουν δάκρυα, θάνατοι, σφιγμένα δόντια, ηρεμιστικά και υστερικά γέλια. Θα μυρίζουν όλοι αφρόλουτρο γάλα και θα αγκαλιάζονται.
Όχι πια ανάλατος πουρές! Όχι πια ρινορραγίες και χλιαρό φαγητό! Όχι πια περίεργα δερματικά! Πάρε κόσμε ροζ δέρμα και αντοχή για καινούριο έρωτα! Νιάτα και πάρτυ στη Φωκίωνος Νέγρη σα να είναι 1961 και πάλι.
Μια από αυτές τις μέρες θα γίνουν όλα αυτά, θα γίνουν όλοι ποιητικοί και εραστές της πόλης και άγαλμα θα φτιαχτεί για τους Στέρεο Νόβα και το ούρμπαν πόετρυ. Εμείς θα μικραίνουμε και τα μαλλιά μας θα πληθαίνουν και τα πιτσιρίκια θα μας θαυμάζουν για την ωριμότητά μας. Θα έχουμε λεφτά για διακοπές και για γλυκά κοκτέηλ που σε ζαλίζουν το μεσημέρι και θέλεις να κάνεις έρωτα.
Θα μετράμε παγωτά και βήματα στην άμμο.
Και όλες αυτές οι εικόνες από τα νοσοκομεία, τα μνήματα και τα ατελείωτα καυτά δάκρυα θα παίζουν σε μια ασπρόμαυρη τηλεόραση κάπου σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο μακριά από την παραλία, σαν κάποιο cult sci fi.